ὁδοποιίας

ὁδοποιίας
ὁδοποιίᾱς , ὁδοποιία
roadmaking
fem acc pl
ὁδοποιίᾱς , ὁδοποιία
roadmaking
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οδοποιητικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, ή, όν) [οδοποιώ] κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου νεοελλ. φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας …   Dictionary of Greek

  • οδοστρωτήρας — ο 1. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα με ογκώδεις κυλίνδρους στη θέση τών τροχών ή με σειρές ελαστικών τροχών, το οποίο χρησιμοποιείται για την κυλίνδρωση εδαφών, ιδίως κατά την εκτέλεση έργων οδοποιίας 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ισοπεδώνει τα… …   Dictionary of Greek

  • πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • πυριτιδοποιείο — το, Ν 1. εργοστάσιο κατασκευής πυρίτιδας και άλλων πολεμικών και εκρηκτικών υλών, κν. μπαρουτάδικο 2. φρ. «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο» και συντμ. «ΠΥΡΚΑΛ» ελληνική εταιρεία παραγωγής πυρομαχικών για τις ανάγκες τού ελληνικού στρατού …   Dictionary of Greek

  • Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Άνταμ, Τζον Λούντον — (John Loudon McAdam, Άιαρ 1756 – Μόφατ, Νταμφρισάιρ 1836). Σκοτσέζος μηχανικός, γενικός επιθεωρητής των οδών της Αγγλίας. Επινόησε το σκυρόδετο οδόστρωμα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε περίπου το 1820. Η ονομασία Μακ Άνταμ, στα έργα οδοποιίας,… …   Dictionary of Greek

  • Μακρής, Παυσανίας — (Ζάκυνθος 1874 – Αθήνα 1943). Επιχειρηματίας και εκδότης. Αυτοδημιούργητος, άρχισε να εργάζεται αμέσως μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, ως υπάλληλος ξυλουργικού εργοστασίου στην Πάτρα. Ασχολήθηκε αργότερα με το εμπόριο της σταφίδας. Το 1914… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”